- μαίνομαι
- (αόρ. εμάνην) αμετ.1) выходить из себя; буйствовать, неистовствовать; 2) бушевать; свирепствовать;
μαίνεται το πυρ (η θύελλα, η τρικυμία) — бушует пламя (буря, шторм)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαίνεται το πυρ (η θύελλα, η τρικυμία) — бушует пламя (буря, шторм)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαίνομαι — βλ. πίν. 46 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαίνομαι — rage pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
μαίνομαι — 1. αμτβ., φέρομαι σαν τρελός, είμαι έξω φρενών, με πιάνει μανία: Όταν αντιλήφθηκε την κλοπή, άρχισε να μαίνεται. 2. μτφ., ξεσπώ με ασυγκράτητη ορμή: Η καταιγίδα μαινόταν όλη μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανησόμενον — μαίνομαι rage fut part pass masc acc sg μαίνομαι rage fut part pass neut nom/voc/acc sg μαίνομαι rage fut part mid masc acc sg μαίνομαι rage fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίνεσθε — μαίνομαι rage pres imperat mp 2nd pl μαίνομαι rage pres ind mp 2nd pl μαίνομαι rage imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινομένων — μαίνομαι rage pres part mp fem gen pl μαίνομαι rage pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμεθα — μαίνομαι rage pres ind mp 1st pl μαίνομαι rage imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμενον — μαίνομαι rage pres part mp masc acc sg μαίνομαι rage pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμεσθα — μαίνομαι rage pres ind mp 1st pl μαίνομαι rage imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανεῖ — μαίνομαι rage aor subj pass 3rd sg (epic) μαίνομαι rage fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)